ομοσιπυος

ομοσιπυος
    ὁμοσίπυος
    ὁμο-σίπῠος
    2
    (ῐ) питающийся из той же кладовой или за одним и тем же столом Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ομοσιπυος" в других словарях:

  • ομοσίπυος — ὁμοσίπυος, ον (Α) ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σιπύη «είδος αγγείου»] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοσιπύους — ὁμοσίπυος sharing the same meal tub masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσίπυοι — ὁμοσίπυος sharing the same meal tub masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»